κολλυβιστής

κολλυβιστής
ο (Α κολλυθιστής) [κολλυβίζω]
αυτός που κάνει ανταλλαγές νομισμάτων, αργυραμοιβός, σαράφης («ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῡντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε», ΚΔ)
νεοελλ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Κολλυβιστές
οι Κολλυβάδες*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κολλυβιστής — small money changer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλυβισταῖς — κολλυβιστής small money changer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλυβισταί — κολλυβιστής small money changer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλυβιστήν — κολλυβιστής small money changer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλυβιστῶν — κολλυβιστής small money changer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλυβιστάς — κολλυβιστά̱ς , κολλυβιστής small money changer masc acc pl κολλυβιστά̱ς , κολλυβιστής small money changer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Библейские денежные единицы — «Изгнание торгующих из храма». Николай Хабершрак, середина XV века Библейские денежные единицы  ближневосточные, древнегреческие, древнеримские и другие …   Википедия

  • κολλυβιστικός — κολλυβιστικός, ή, όν (Α) [κολλυβιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κολλυβιστή, τον αργυραμοιβό …   Dictionary of Greek

  • τραπεζίτης — ο, ΝΜΑ, και τραπεζείτης και τραπεζήτης και δωρ. τ. τραπεζίτας και βοιωτ. τ. τρεππεδίτας και θηλ. τραπεζῑτις, ίτιδος, Α αυτός που ασχολείται με το εμπόριο τού χρήματος και, στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που είχε ως έργο την ανταλλαγή και τον δανεισμό… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՏԱՎԱՃԱՌ — (ի, աց.) NBH 2 0058 Chronological Sequence: Early classical, 11c գ. κολλυβιστής nummularius, trapezita Լոմայափոխ, որ վաճառէ զհատս դրամոց, այսինքն փոխէ հանդերձ շահու իւիք. որ եւ սեղանաւոր ասի. ... *Զսեղանս հատավաճառացն կործանեաց: Զպղինձս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”